Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
academy
/əˈkæd.ə.mi/ = NOUN: ακαδημία;
USER: ακαδημία, Ακαδημίας, Academy, σχολή, σχολής
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
alliance
/əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία;
USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assigned
/əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω;
USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attracts
/əˈtrækt/ = VERB: προσελκύω, έλκω, προσελκείω;
USER: προσελκύει, ελκύει, έλκει, προσελκύει τους, πόλο έλξης, πόλο έλξης
GT
GD
C
H
L
M
O
authorities
/ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία;
USER: αρχές, αρχών, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
brands
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
central
/ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος;
USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
centre
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
chartered
/ˈtʃɑː.təd/ = VERB: ναυλώνω, παραχωρώ προνόμιο;
USER: ναύλωσε, ναυλωμένο, ναυλωμένα, ναυλώνονται, ναυλωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
chassis
/ˈʃæs.i/ = NOUN: σασί, αμάξωμα, σκελετός αυτοκίνητου;
USER: σασί, αμάξωμα, πλαίσιο, πλαισίου, δυναμομετρική
GT
GD
C
H
L
M
O
commercial
/kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
NOUN: εμπορική διαφήμηση;
USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
communications
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: διαβιβάσεις;
USER: επικοινωνιών, επικοινωνίες, επικοινωνία, ανακοινώσεις, επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
consistently
/kənˈsɪs.tənt/ = ADVERB: με συνέπεια;
USER: με συνέπεια, συνέπεια, σταθερά, πάγια, συνεχώς
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
contributed
/kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ;
USER: συνέβαλε, συνέβαλαν, συνεισέφερε, συνεισέφεραν, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
contribution
/ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο;
USER: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεισφοράς, συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
corporation
/ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία;
USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
credit
/ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή;
VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω;
USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
crisis
/ˈkraɪ.sɪs/ = NOUN: κρίση;
USER: κρίση, κρίσης, κρίσεων, κρίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
department
/dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος;
USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
electric
/ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
electronics
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪks/ = NOUN: ηλεκτρονική, επιστήμη των ηλεκτρονίων;
USER: ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικών, Electronics, ηλεκτρονικών ειδών
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
engagement
/enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση;
USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής
GT
GD
C
H
L
M
O
engineering
/ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
environments
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλοντα, περιβαλλόντων, περιβάλλον, περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
events
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
executive
/ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός;
NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος;
USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
expertise
/ˌek.spɜːˈtiːz/ = NOUN: πραγματογνωμοσύνη;
USER: πραγματογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία
GT
GD
C
H
L
M
O
exposure
/ɪkˈspəʊ.ʒər/ = NOUN: έκθεση, αποκάλυψη, θέση;
USER: έκθεση, έκθεσης, την έκθεση, ανοίγματος, της έκθεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
gained
/ɡeɪn/ = VERB: κερδίζω, αποκτώ;
USER: κέρδισε, αποκτήθηκε, που αποκτήθηκε, αποκτηθεί, απέκτησε, απέκτησε
GT
GD
C
H
L
M
O
gas
/ɡæs/ = NOUN: αέριο, φωταέριο, βενζίνη, γκαζολίνη, μπούρδα;
USER: αέριο, αερίου, φυσικού αερίου, αερίων, φυσικό αέριο
GT
GD
C
H
L
M
O
glad
/ɡlæd/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, ευχαριστημένος, περιχαρής;
USER: χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμε, ευχάριστη θέση, ευτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
governmental
/ˌɡʌv.ənˈmen.təl/ = ADJECTIVE: κυβερνητικός, κρατικός;
USER: κυβερνητικός, κυβερνητικές, κυβερνητικών, κυβερνητικούς, κυβερνητική
GT
GD
C
H
L
M
O
graduated
/ˈgrajo͞oˌāt/ = VERB: αποφοιτώ, βαθμολογώ, λαμβάνω βαθμό ή πτυχίο;
USER: αποφοίτησε, αποφοιτήσει, απόφοιτος, ογκομετρική, αποφοίτησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
innovative
/ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος
GT
GD
C
H
L
M
O
institute
/ˈɪn.stɪ.tjuːt/ = NOUN: ινστιτούτο, ίδρυμα, εκπαιδευτήριο;
VERB: συνιστώ, εισάγω, θεσπίζω;
USER: ινστιτούτο, ίδρυμα, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
leaders
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
logistic
/ləˈdʒɪs.tɪks/ = USER: υλικοτεχνική, logistic, υλικοτεχνικής, εφοδιαστικής, υλικοτεχνικής υποστήριξης
GT
GD
C
H
L
M
O
logistics
/ləˈdʒɪs.tɪks/ = NOUN: επιμελητεία, επιστήμη της μεταφοράς ή προμήθειας πολεμικών εφοδίων;
USER: επιμελητεία, εφοδιαστικής, logistics, εφοδιαστική, της εφοδιαστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
lucent
/ˈlo͞osənt/ = ADJECTIVE: λάμπων, λαμπερός, στιλπνός;
USER: λαμπερός, στιλπνός, λάμπων, Lucent, φωτεινών
GT
GD
C
H
L
M
O
majored
/ˈmeɪ.dʒər/ = USER: ειδικεύτηκε, majored, ειδικευτεί
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
managing
/ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanical
/məˈkæn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μηχανικός;
USER: μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό, μηχανικό
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
medium
/ˈmiː.di.əm/ = ADJECTIVE: μέσον, μέσος, μέτριος, μεσαίος, μισοψημένος;
NOUN: μέντιουμ, πνευματηστικό μέντιουμ;
USER: μέσον, μεσαίο, μέσο, μέσου, μεσαίου
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
mol
= USER: mol, πιοί, γραμμομόρια, ιτιοΙ, γποΙ,
GT
GD
C
H
L
M
O
momentum
/məˈmen.təm/ = NOUN: ορμή, ορμή κίνησης, ταχύτητα κίνησης;
USER: ορμή, δυναμική, ώθηση, δυναμικής, ορμής
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
multinational
/ˌmʌl.tiˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: πολυεθνικός;
USER: πολυεθνικός, πολυεθνικές, πολυεθνικών, πολυεθνική, πολυεθνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
networks
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυα, δικτύων, τα δίκτυα, των δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
nokia
= USER: nokia, το Nokia, της Nokia
GT
GD
C
H
L
M
O
nominated
/ˈnɒm.ɪ.neɪt/ = VERB: προτείνω, ανακηρύσσω υποψήφιον, αναγορεύω, διορίζω, υποδεικνύω;
USER: διορίζονται, υποψήφια, ορίστηκε, προταθεί, ορίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
nutshell
/ˈnʌt.ʃel/ = NOUN: τσόφλι καρυδιού, φλούδα καρυδιού;
USER: λίγα λόγια, λόγια, συντομία, Συνοπτικά, ολίγοις
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
oil
/ɔɪl/ = NOUN: έλαιο, λάδι, πετρέλαιο;
VERB: λαδώνω;
USER: πετρέλαιο, λάδι, έλαιο, πετρελαίου, του πετρελαίου
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
organization
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
organizations
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
perimeter
/pəˈrɪm.ɪ.tər/ = NOUN: περίμετρος, περιφέρεια;
USER: περίμετρος, περίμετρο, περιμέτρου, περιμετρικά, περιμετρικό
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
plant
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
platforms
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
positions
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
profession
/prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη;
USER: επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, επάγγελμα του
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
professionals
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
USER: επαγγελματίες, επαγγελματιών, οι επαγγελματίες, τους επαγγελματίες, επαγγελματίες του
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relations
/rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγγένειες;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
replaces
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαθιστά, αντικαθιστά το, αντικαθιστά την, αντικαθιστά τον, αντικαταστήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reputation
/ˌrep.jʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: φήμη, υπόληψη;
USER: φήμη, υπόληψη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, η φήμη
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sale
/seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία;
USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
samsung
= USER: samsung, η Samsung, της Samsung, τη Samsung
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
schneider
= USER: Schneider, Η Schneider, της Schneider, στη Schneider, τη Schneider
GT
GD
C
H
L
M
O
semiconductors
/ˈsemēkənˌdəktər,ˈsemˌī-/ = NOUN: ημιαγωγός;
USER: ημιαγωγοί, ημιαγωγούς, ημιαγωγών, τους ημιαγωγούς, των ημιαγωγών
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
spare
/speər/ = VERB: εξοικονομώ, φείδομαι, κάνω χωρίς;
ADJECTIVE: διθέσιμος, εφεδρικός, γλιστρός, περισσεύων, ισχνός, λιτοδίαιτος, λιτός;
USER: ανταλλακτικά, τα ανταλλακτικά, διαθέσετε, διαθέσουν, διαθέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
spokesperson
/ˈspōksˌpərsən/ = USER: εκπρόσωπος, εκπρόσωπος του, εκπρόσωπος της, εκπρόσωπος Τύπου, εκπρόσωπο
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
strategy
/ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία;
USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για
GT
GD
C
H
L
M
O
studies
/ˈstədē/ = NOUN: σπουδές;
USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
talented
/ˈtæl.ən.tɪd/ = ADJECTIVE: ταλαντούχος, έχων ταλάντον;
USER: ταλαντούχος, ταλαντούχους, ταλαντούχα, ταλαντούχοι, ταλαντούχο
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
testing
/ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thank
/θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ;
USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
valuable
/ˈvæl.jʊ.bl̩/ = ADJECTIVE: πολύτιμος;
USER: πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
volunteering
/ˌvɒl.ənˈtɪər/ = VERB: προσφέρω εθελοντικώς, προσφέρομαι εθελοντικώς;
USER: εθελοντισμού, εθελοντισμό, εθελοντισμός, τον εθελοντισμό, ο εθελοντισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
welcome
/ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις;
VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος;
USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
widened
/ˈwaɪ.dən/ = VERB: ευρύνω, πλατύνω;
USER: διευρύνθηκε, διευρύνθηκαν, διευρυνθεί, διεύρυνε, διευρύνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
184 words